μυοκάστωρ

μυοκάστωρ
ο
ζωολ. ο μυοπόταμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myocastor (< μυς, μυός «ποντικός» + κάστωρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυοκάστωρ ή μυοπόταμος — (myocastor coypus). Απλόδοντο τρωκτικό της οικογένειας των καπρομυιδών. Έχει συνολικό μήκος ενός περίπου μ.· το κεφάλι και ο κορμός είναι όμοια με του κάστορα, ενώ η ουρά, μήκους 35 εκ., μοιάζει με του ποντικού. Το τρίχωμα αποτελείται από απαλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”